↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραϋδροζολίνη οι τετραϋδροζολίνες
      γενική της τετραϋδροζολίνης των τετραϋδροζολινών
    αιτιατική την τετραϋδροζολίνη τις τετραϋδροζολίνες
     κλητική τετραϋδροζολίνη τετραϋδροζολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραϋδροζολίνη < τετρα- + υδρο- + ζολίνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραϋδροζολίνη θηλυκό,

  • (χημεία, ιατρική) τετραϋδρογονωμένο ετεροκυκλικό παράγωγο της ημιδαζολίνης, από την αιθυλενοδιαμίνη, που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία σε σταγόνες ή ως ρινικό σπρέυ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία