τετραϋδροζολίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατετραϋδροζολίνη θηλυκό,
- (χημεία, ιατρική) τετραϋδρογονωμένο ετεροκυκλικό παράγωγο της ημιδαζολίνης, από την αιθυλενοδιαμίνη, που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία σε σταγόνες ή ως ρινικό σπρέυ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραϋδροζολίνη
|