τετραφωσφορίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετραφωσφορίωση | οι | τετραφωσφοριώσεις |
γενική | της | τετραφωσφορίωσης* | των | τετραφωσφοριώσεων |
αιτιατική | την | τετραφωσφορίωση | τις | τετραφωσφοριώσεις |
κλητική | τετραφωσφορίωση | τετραφωσφοριώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τετραφωσφοριώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραφωσφορίωση < τετρα- + φωσφορίωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραφωσφορίωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση αντικατάσταση, ή προσθήκη τεσσάρων ατόμων φωσφόρου στο μόριο μιας χημικής ένωσης
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραφωσφορίωση
|