Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθοροζιρκόνιο τα τετραφθοροζιρκόνια
      γενική του τετραφθοροζιρκονίου
τετραφθοροζιρκόνιου
των τετραφθοροζιρκονίων
    αιτιατική το τετραφθοροζιρκόνιο τα τετραφθοροζιρκόνια
     κλητική τετραφθοροζιρκόνιο τετραφθοροζιρκόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραφθοροζιρκόνιο < τετραφθορο- + ζιρκόνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραφθοροζιρκόνιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία