Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραδόνιο τα τετραδόνια
      γενική του τετραδονίου
τετραδόνιου
των τετραδονίων
    αιτιατική το τετραδόνιο τα τετραδόνια
     κλητική τετραδόνιο τετραδόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • τετρόνιο

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραδόνιο< τετράδα + -όνιο (όπως ραδόνιο, ηλεκτρόνιο κτλ) (< -ιο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραδόνιο ουδέτερο

  • (μαθηματικά) μία μη-αντιμεταθετική επέκταση της θεωρίας των μιγαδικών αριθμών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία