↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετράχορος οι τετράχοροι
      γενική του τετράχορου
τετραχόρου
των τετράχορων
τετραχόρων
    αιτιατική τον τετράχορο τους τετράχορους
τετραχόρους
     κλητική τετράχορε τετράχοροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράχορος < τετρα- + χορός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετράχορος αρσενικό

  • είδος ευρωπαϊκού χορού, οι καντρίλιες όπως αποδόθηκαν στην ελληνική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία