Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τετράπολῐς αἱ τετραπόλεις
      γενική τῆς τετραπόλεως τῶν τετραπόλεων
      δοτική τῇ τετραπόλει ταῖς τετραπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τετράπολῐν τὰς τετραπόλεις
     κλητική ! τετράπολῐ τετραπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετραπόλει
γεν-δοτ τοῖν  τετραπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράπολις < τετρά- + πόλις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράπολις θηλυκό

  • πολιτική ή θρησκευτική συνένωση τεσσάρων πόλεων ή δήμων (όπως για τα βόρεια της Αττικής)

  Πηγές επεξεργασία