τετράπολις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τετράπολῐς | αἱ | τετραπόλεις |
γενική | τῆς | τετραπόλεως | τῶν | τετραπόλεων |
δοτική | τῇ | τετραπόλει | ταῖς | τετραπόλεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | τετράπολῐν | τὰς | τετραπόλεις |
κλητική ὦ! | τετράπολῐ | τετραπόλεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετραπόλει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τετραπολέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράπολις θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- τετράπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τετράπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.