Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετράνυχος οι τετράνυχοι
      γενική του τετράνυχου των τετράνυχων
    αιτιατική τον τετράνυχο τους τετράνυχους
     κλητική τετράνυχε τετράνυχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράνυχος < τετρα- + νύχ(ι) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράνυχος αρσενικό

  • (ζωολογία) που ανήκει στο γένος Τετράνυχος μικροσκοπικών ακάρεων, αντιπρόσωπος της οικογένειας των Τετρανυχιδών

  Μεταφράσεις επεξεργασία