τετράκωμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τετράκωμος | οἱ | τετράκωμοι |
γενική | τοῦ | τετρακώμου | τῶν | τετρακώμων |
δοτική | τῷ | τετρακώμῳ | τοῖς | τετρακώμοις |
αιτιατική | τὸν | τετράκωμον | τοὺς | τετρακώμους |
κλητική ὦ! | τετράκωμε | τετράκωμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετρακώμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τετρακώμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατετράκωμος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (κυριολεκτικά) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις κώμους (τραγούδια)
- (μουσική, χορός) αρχαίος ελληνικός ιερός επινίκιος ύμνος και πολεμικός χορός προς τιμή του Ηρακλή
- ιδιαίτερο είδος αύλησης
- (συνεκδοχικά) μεγάλη γιορτή
Πηγές
επεξεργασία- τετράκωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.