↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τετράκωμος οἱ τετράκωμοι
      γενική τοῦ τετρακώμου τῶν τετρακώμων
      δοτική τῷ τετρακώμ τοῖς τετρακώμοις
    αιτιατική τὸν τετράκωμον τοὺς τετρακώμους
     κλητική ! τετράκωμε τετράκωμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετρακώμω
γεν-δοτ τοῖν  τετρακώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράκωμος < τετρά- + κῶμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετράκωμος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις κώμους (τραγούδια)
  2. (μουσική, χορός) αρχαίος ελληνικός ιερός επινίκιος ύμνος και πολεμικός χορός προς τιμή του Ηρακλή
  3. ιδιαίτερο είδος αύλησης
  4. (συνεκδοχικά) μεγάλη γιορτή