Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεταρτιασμός οι τεταρτιασμοί
      γενική του τεταρτιασμού των τεταρτιασμών
    αιτιατική τον τεταρτιασμό τους τεταρτιασμούς
     κλητική τεταρτιασμέ τεταρτιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεταρτιασμός < τεταρτιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεταρτιασμός, αρσενικό

  • είδος θανατικής ποινής, στην οποία τέσσερα ζώα τραβούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις τα μέλη ενός ανθρώπου, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία