↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερλίκι τα τερλίκια
      γενική του τερλικιού των τερλικιών
    αιτιατική το τερλίκι τα τερλίκια
     κλητική τερλίκι τερλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερλίκι < τουρκική terlik

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τερλίκι ουδέτερο

  • κάλτσα που φοριέται μέσα στο σπίτι αντί για παντόφλα, πάνινα παπούτσια για το σπίτι
    ※  Μέσα στό σπίτι, πού ήταν πάντα στρωμένο μέ κιλίμια και χαλιά, φορούσαν, πάνω άπό τις κάλτσες τους, τά τερλίκια (Πρακτικά του 3ου Συνεδρίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, 1979)
    ※  Η φτωχή γυναίκα είχε πιαστεί να πουλάει τερλίκια και συνελήφθη (Χείρα βοηθείας στην «γιαγιά με τα τερλίκια» από την Ένωση Επιχειρηματιών, Ελεύθερος Τύπος, 26/4/2019)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία