Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελόφαση οι τελοφάσεις
      γενική της τελόφασης* των τελοφάσεων
    αιτιατική την τελόφαση τις τελοφάσεις
     κλητική τελόφαση τελοφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τελοφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελόφαση < τέλος + φάση (διεθνής όρος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελόφαση θηλυκό

  • (βιολογία): στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μια φορά κατά τη μίτωση και δύο φορές κατά τη μείωση.

  Μεταφράσεις επεξεργασία