τελεσίμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τελεσίμι | τα | τελεσίμια |
γενική | του | τελεσιμιού | των | τελεσιμιών |
αιτιατική | το | τελεσίμι | τα | τελεσίμια |
κλητική | τελεσίμι | τελεσίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελεσίμι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τελεσίμι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) στοιχειό, φάντασμα, πνεύμα
- ※ Λένε ότι τέτοιες ώρες βγαίνουν τα τελεσίμια, ξεμπουκάρουν όλα τ'αερικά και κάνουν και ραίνουν... Παίρνουν φωνές, παίρνουν συλλοϊκά και τα ρέστα... Δεν τα πολυπίστευε αυτά, φυσικά, ο Μέλιος. (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελεσίμι
→ δείτε τη λέξη φάντασμα |