τελαμώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τελαμώνας < αρχαία ελληνική τελαμών
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τελαμώνας αρσενικό
- ζωνάρι που περνιέται στον ώμο και περιέχει θήκες για σφαίρες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τελαμώνας
|