↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεζέκα οι τεζέκες
      γενική της τεζέκας
    αιτιατική την τεζέκα τις τεζέκες
     κλητική τεζέκα τεζέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεζέκα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈze.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ζέ‐κα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεζέκα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία