τεζέκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τεζέκα | οι | τεζέκες |
γενική | της | τεζέκας | — | |
αιτιατική | την | τεζέκα | τις | τεζέκες |
κλητική | τεζέκα | τεζέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεζέκα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈze.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ζέ‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεζέκα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεζέκα
→ δείτε τη λέξη σβώλος |
Πηγές
επεξεργασία- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.