ταχύπνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταχύπνοια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachypnoea < αρχαία ελληνική ταχύς + πνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταχύπνοια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταχύπνοια
ταχύπνοια θηλυκό