Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχύπνοια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταχύπνοι
α
οι
ταχύπνοι
ες
γενική
της
ταχύπνοι
ας
των
ταχυπνοι
ών
αιτιατική
την
ταχύπνοι
α
τις
ταχύπνοι
ες
κλητική
ταχύπνοι
α
ταχύπνοι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχύπνοια
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
tachypnoea
<
αρχαία ελληνική
ταχύς
+
πνέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταχύπνοια
θηλυκό
(
ιατρική
) το ν’ αναπνέει κάποιος
ταχύτερα
ή
βαθύτερα
απ’ όσο χρειάζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχύπνοια
αγγλικά
:
hyperventilation
(en)
,
tachypnoea
(en)