ταχυφόρτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταχυφόρτιση | οι | ταχυφορτίσεις |
γενική | της | ταχυφόρτισης | των | ταχυφορτίσεων |
αιτιατική | την | ταχυφόρτιση | τις | ταχυφορτίσεις |
κλητική | ταχυφόρτιση | ταχυφορτίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχυφόρτιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυφόρτιση θηλυκό
- (νεολογισμός) η ενέργεια ή διαδικασία της γρήγορης φόρτισης μηχανημάτων, συσκευών ή εξαρτημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυφόρτιση
|