Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχυπλοΐα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταχυπλοΐ
α
οι
ταχυπλοΐ
ες
γενική
της
ταχυπλοΐ
ας
των
ταχυπλοϊ
ών
αιτιατική
την
ταχυπλοΐ
α
τις
ταχυπλοΐ
ες
κλητική
ταχυπλοΐ
α
ταχυπλοΐ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχυπλοΐα
<
ταχυ-
+
-πλοΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταχυπλοΐα
θηλυκό
αγώνας
ταχύτητας
στη θάλασσα μεταξύ
ταχύπλοων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ταχυπλοΐα
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχυπλοΐα