Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταυτοπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταυτοπάθει
α
οι
ταυτοπάθει
ες
γενική
της
ταυτοπάθει
ας
των
ταυτοπαθει
ών
αιτιατική
την
ταυτοπάθει
α
τις
ταυτοπάθει
ες
κλητική
ταυτοπάθει
α
ταυτοπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταυτοπάθεια
<
ταυτο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταυτοπάθεια
θηλυκό
το να
πάσχει
κάποιος από την ίδια
πάθηση
με κάποιον άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταυτοπάθεια