ταυτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυτισμός < ταυτίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταυτισμός αρσενικό
- η ταύτιση, το να ταυτίζεται κάποιος με κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταυτισμός
→ δείτε τη λέξη ταύτιση |
ταυτισμός αρσενικό
→ δείτε τη λέξη ταύτιση |