ταπίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταπίδι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | ταπίδι | ||
κλητική | ταπίδι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταπίδι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (οικείο) (προφορικό) (αθλητισμός) (νεολογισμός) τάπα
- (οικείο) (προφορικό) (μεταφορικά) (νεολογισμός) τάπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταπίδι
|