ταξάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταξάκι | τα | ταξάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ταξάκι | τα | ταξάκια |
κλητική | ταξάκι | ταξάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταξάκι < ταξί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταξάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ταξί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταξί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταξάκι
|