τακτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τακτικότης | αἱ | τακτικότητες | ||||
γενική | τῆς | τακτικότητος | τῶν | τακτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τακτικότητι | ταῖς | τακτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τακτικότητα | τὰς | τακτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | τακτικότης | τακτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τακτικότης (μαρτυρείται από το 1849) [1][2] < τακτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατακτικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 978, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ τακτικός (& τακτικότητα (1848) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)