Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταβερνείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ταβερνεί
ο
τα
ταβερνεί
α
γενική
του
ταβερνεί
ου
των
ταβερνεί
ων
αιτιατική
το
ταβερνεί
ο
τα
ταβερνεί
α
κλητική
ταβερνεί
ο
ταβερνεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταβερνείο
<
ταβέρνα
+
-είο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταβερνείο
ουδέτερο
(
μειωτικό
)
ταβέρνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταβερνείο