Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τάσσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τάσσιμ
ο
τα
τασσίμ
ατ
α
γενική
του
τασσίμ
ατ
ος
των
τασσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
τάσσιμ
ο
τα
τασσίμ
ατ
α
κλητική
τάσσιμ
ο
τασσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τάσσιμο
ουδέτερο
το
τάμα
Συγγενικά
επεξεργασία
τάσσω