τάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάρα | οι | τάρες |
γενική | της | τάρας | των | ταρών |
αιτιατική | την | τάρα | τις | τάρες |
κλητική | τάρα | τάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάρα θηλυκό
- το απόβαρο
- το ελάττωμα, το κληρονομικό κουσούρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τάρα
|