↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σώρακος οἱ σώρακοι
      γενική τοῦ σωράκου τῶν σωράκων
      δοτική τῷ σωράκ τοῖς σωράκοις
    αιτιατική τὸν σώρακον τοὺς σωράκους
     κλητική ! σώρακε σώρακοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωράκω
γεν-δοτ τοῖν  σωράκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σώρακος < σωρός + -ακος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σώρακος αρσενικό