σώρακος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σώρακος | οἱ | σώρακοι |
γενική | τοῦ | σωράκου | τῶν | σωράκων |
δοτική | τῷ | σωράκῳ | τοῖς | σωράκοις |
αιτιατική | τὸν | σώρακον | τοὺς | σωράκους |
κλητική ὦ! | σώρακε | σώρακοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωράκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωράκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασώρακος αρσενικό
- δοχείο, καλάθι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 248 @poesialatina.it
- κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι σώρακος.
- ※ 4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τη Δήλο. ID 104(29), στίχ. 17 @epigraphy.packhum.org
- σώρακο[ι] τοξευμάτων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 248 @poesialatina.it
Πηγές
επεξεργασία- σώρακος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σώρακος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.