σύντηγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύντηγμα < αρχαία ελληνική σύντηγμα < συντήκω < τήκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύντηγμα ουδέτερο
- (επιστήμη) το αποτέλεσμα του συντήκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύντηγμα
|
σύντηγμα ουδέτερο
|