σχοινίκλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σχοινίκλος | οἱ | σχοινίκλοι |
γενική | τοῦ | σχοινίκλου | τῶν | σχοινίκλων |
δοτική | τῷ | σχοινίκλῳ | τοῖς | σχοινίκλοις |
αιτιατική | τὸν | σχοινίκλον | τοὺς | σχοινίκλους |
κλητική ὦ! | σχοινίκλε | σχοινίκλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχοινίκλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σχοινίκλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχοινίκλος < σχοινίλος με -ικλ- κατά το ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; < σχοῖνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχοινίκλος, -ου αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του σχοινίλος η σουσουράδα
Πηγές
επεξεργασία- σχοινίκλος, σχοινίλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.