Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχοινίκλος οἱ σχοινίκλοι
      γενική τοῦ σχοινίκλου τῶν σχοινίκλων
      δοτική τῷ σχοινίκλ τοῖς σχοινίκλοις
    αιτιατική τὸν σχοινίκλον τοὺς σχοινίκλους
     κλητική ! σχοινίκλε σχοινίκλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχοινίκλω
γεν-δοτ τοῖν  σχοινίκλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχοινίκλος < σχοινίλος με -ικλ- κατά το ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < σχοῖνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχοινίκλος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία