σχετικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σχετικότης | αἱ | σχετικότητες | ||||
γενική | τῆς | σχετικότητος | τῶν | σχετικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | σχετικότητῐ | ταῖς | σχετικότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σχετικότητᾰ | τὰς | σχετικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σχετικότης | σχετικότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχετικότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σχετικοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχετικότης < σχετικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχετικότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .