σφηκίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφηκίσκος < αρχαία ελληνική σφηκίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφηκίσκος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) εφεδρικός κορμός δένδρου που φέρεται στα ιστιοφόρα για αντικατάσταση αντένας καταρτιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφηκίσκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφηκίσκος < σφήξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφηκίσκος αρσενικό
- χοντρό ξύλο που απολήγει σε ψιλό όπως η ουρά της σφήκας
- δοκός οροφής αρχαίων κτιρίων.