Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σφηκ-
ονομαστική σφήξ οἱ σφῆκες
      γενική τοῦ σφηκός τῶν σφηκῶν
      δοτική τῷ σφηκῐ́ τοῖς σφηξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν σφῆκ τοὺς σφῆκᾰς
     κλητική ! σφήξ σφῆκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφῆκε
γεν-δοτ τοῖν  σφηκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σφήξ < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σφήξ θηλυκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία