σφαδασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφαδασμός < αρχαία ελληνική σφαδᾳσμός[1] [2] < σφαδᾴζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφαδασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σφαδάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφαδασμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφαδασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σφαδασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.