σφέλτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφέλτσα | οι | σφέλτσες |
γενική | της | σφέλτσας | των | σφελτσών |
αιτιατική | τη | σφέλτσα | τις | σφέλτσες |
κλητική | σφέλτσα | σφέλτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφέλτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφέλτσα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.