συστηματικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συστηματικότης | αἱ | συστηματικότητες | ||||
γενική | τῆς | συστηματικότητος | τῶν | συστηματικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συστηματικότητι | ταῖς | συστηματικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συστηματικότητα | τὰς | συστηματικότητας | ||||
κλητική ὦ! | συστηματικότης | συστηματικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συστηματικότης (μαρτυρείται από το 1801) [1][2] < συστηματικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυστηματικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 968, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συστηματικότητα (1801) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)