Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συστᾰδ-
ονομαστική συστάς αἱ συστάδες
      γενική τῆς συστάδος τῶν συστάδων
      δοτική τῇ συστάδ ταῖς συστάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συστάδ τὰς συστάδᾰς
     κλητική ! συστάς συστάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συστάδε
γεν-δοτ τοῖν  συστάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστάς < συ- + στα- όπως στο συνίστημι [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συστάς θηλυκό

  1. αυτή που είναι δίπλα σε άλλη
  2. (ειδικότερα) άμπελος φυτεμένη δίπλα σε άλλη (συστάδα αμπελιών)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη συνίστημι

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συστάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία