συνθιασώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνθιασώτης αρσενικό (θηλυκό: συνθιασώτρια / συνθιασώτισσα / συνθιασώτις)
- (αρχαιοπρεπές) που είναι θιασώτης από κοινού με κάποιον άλλον
Συγγενικά
επεξεργασία- συνθιασώτρια / συνθιασώτισσα / συνθιασώτις
- → δείτε τις λέξεις συν και θιασώτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνθιασώτης
|
Πηγές
επεξεργασία- συνθιασώτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)