συναλγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος ο οποίος εμφανίζεται σε διαφορετικό σημείο από αυτό στο οποίο οφείλεται (π.χ. πόνος σε δόντι στην επάνω γνάθο, όταν το πρόβλημα βρίσκεται σε δόντι στην κάτω γνάθο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναλγία
|