Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναλγία οι συναλγίες
      γενική της συναλγίας των συναλγιών
    αιτιατική τη συναλγία τις συναλγίες
     κλητική συναλγία συναλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναλγία < συν + -αλγία / συναλγώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναλγία θηλυκό

  • (ιατρική) πόνος ο οποίος εμφανίζεται σε διαφορετικό σημείο από αυτό στο οποίο οφείλεται (π.χ. πόνος σε δόντι στην επάνω γνάθο, όταν το πρόβλημα βρίσκεται σε δόντι στην κάτω γνάθο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία