συναιτιότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συναιτιότης | αἱ | συναιτιότητες | ||||
γενική | τῆς | συναιτιότητος | τῶν | συναιτιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συναιτιότητι | ταῖς | συναιτιότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συναιτιότητα | τὰς | συναιτιότητας | ||||
κλητική ὦ! | συναιτιότης | συναιτιότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συναιτιότης (μαρτυρείται από το 1840) [1] < συναίρι(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναιτιότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 951, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου