Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναισθηματικότης αἱ συναισθηματικότητες
      γενική τῆς συναισθηματικότητος τῶν συναισθηματικοτήτων
      δοτική τῇ συναισθηματικότητι ταῖς συναισθηματικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συναισθηματικότητα τὰς συναισθηματικότητᾰς
     κλητική ! συναισθηματικότης συναισθηματικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναισθηματικότης < συναισθηματικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναισθηματικότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία