συναίσθησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συναίσθησῐς | αἱ | συναισθήσεις |
γενική | τῆς | συναισθήσεως | τῶν | συναισθήσεων |
δοτική | τῇ | συναισθήσει | ταῖς | συναισθήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | συναίσθησῐν | τὰς | συναισθήσεις |
κλητική ὦ! | συναίσθησῐ | συναισθήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συναισθήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συναισθησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συναίσθησις < συναισθάνομαι, συναισθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + αἴσθησις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναίσθησις, -εως θηλυκό
- ταυτόχρονη αντίληψη
- (ελληνιστική σημασία) συναίσθηση
Πηγές
επεξεργασία- συναίσθησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.