↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέλιξη οι συνελίξεις
      γενική της συνέλιξης* των συνελίξεων
    αιτιατική τη συνέλιξη τις συνελίξεις
     κλητική συνέλιξη συνελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνελίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνέλιξη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνέλιξη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία