↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπίεσῐς αἱ συμπιέσεις
      γενική τῆς συμπιέσεως τῶν συμπιέσεων
      δοτική τῇ συμπιέσει ταῖς συμπιέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμπίεσῐν τὰς συμπιέσεις
     κλητική ! συμπίεσῐ συμπιέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπιέσει
γεν-δοτ τοῖν  συμπιεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπίεσις < συμπιέ(ζω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + πίεσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπίεσις, -εως θηλυκό