καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμβατικότης αἱ συμβατικότητες
      γενική τῆς συμβατικότητος τῶν συμβατικοτήτων
      δοτική τῇ συμβατικότητι ταῖς συμβατικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συμβατικότητα τὰς συμβατικότητας
     κλητική ! συμβατικότης συμβατικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβατικότης < συμβατικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβατικότης, -ητος θηλυκό