συηνίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συηνίτης | οι | συηνίτες |
γενική | του | συηνίτη | των | συηνιτών |
αιτιατική | τον | συηνίτη | τους | συηνίτες |
κλητική | συηνίτη | συηνίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συηνίτης: Σημασιολογικά → δείτε την ετυμολογία στη μορφή σιενίτης. Μορφολογικά, λόγιο δάνειο από την ελληνιστική κοινή Συηνίτης με λατινική μεταγραφή Syenites < αρχαία ελληνική Συήνη (σημερινό Ασουάν) της Αιγύπτου
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυηνίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, παρωχημένο) παλιότερη μορφή σιενίτης διατηρώντας το αρχαίο θέμα συην-
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μικτή γραφή συενίτης (κρατά το αρχαίο ύψιλον αλλά το λατινικό e αντί του η, απαντά σε παλιά λεξικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συηνίτης
→ δείτε τη λέξη σιενίτης |
Πηγές
επεξεργασία- συηνίτης σελ.6782 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)