πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιενίτης οι σιενίτες
      γενική του σιενίτη των σιενιτών
    αιτιατική τον σιενίτη τους σιενίτες
     κλητική σιενίτη σιενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σιενίτης

Ετυμολογία

επεξεργασία
σιενίτης < (λόγιο δάνειο) αγγλική sienite (απλοποιημένη γραφή) < syenite < λατινική Syenites < ελληνιστική κοινή Συηνίτης < αρχαία ελληνική Συήν(η) (το σύγχρονο Ασουάν) της Αιγύπτου + -ites > -ίτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιενίτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία