σιενίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιενίτης | οι | σιενίτες |
γενική | του | σιενίτη | των | σιενιτών |
αιτιατική | τον | σιενίτη | τους | σιενίτες |
κλητική | σιενίτη | σιενίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- σιενίτης < (λόγιο δάνειο) αγγλική sienite (απλοποιημένη γραφή) < syenite < λατινική Syenites < ελληνιστική κοινή Συηνίτης < αρχαία ελληνική Συήν(η) (το σύγχρονο Ασουάν) της Αιγύπτου + -ites > -ίτης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.eˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ε‐νί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος πετρώματος (γρανίτη ή αστρίου)
- Τέλος, έχουμε τους άστριους, και πιο συγκεκριμένα το νεφελοσιενίτη. Ο νεφελινικός σιενίτης χρησιμοποιείται στην κατασκευή γυαλιού (κύρια χρήση), λόγω της περιεκτικότητάς του σε Na2O, K2O, SiO2. (pdf @lib.uipi.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παλιότερα: συηνίτης κατά το ελληνιστικό Συηνίτης
- μικτή μορφή συενίτης, με το αρχαίο ύψιλον αλλά το λατινικό e < αρχαίο ελληνικό ήτα