Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σιενίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιενίτης οι σιενίτες
      γενική του σιενίτη των σιενιτών
    αιτιατική τον σιενίτη τους σιενίτες
     κλητική σιενίτη σιενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιενίτης < αγγλική sienite < syenite < λατινική Syenites < αρχαία αιγυπτιακά ... (Swenett: Ασσουάν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιενίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία