Συήνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Συήνη | ||
γενική | τῆς | Συήνης | ||
δοτική | τῇ | Συήνῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Συήνην | ||
κλητική ὦ! | Συήνη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συήνη < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή swnw[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυήνη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Erman, Adolf, Grapow, Hermann (1926–1961) Wörterbuch der ägyptischen Sprache, Berlin: Akademie-Verlag, ISBN 3050022647
Πηγές
επεξεργασία- Συήνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.