Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκριτολογία οι συγκριτολογίες
      γενική της συγκριτολογίας των συγκριτολογιών
    αιτιατική τη συγκριτολογία τις συγκριτολογίες
     κλητική συγκριτολογία συγκριτολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκριτολογία < συγκρίνω + λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκριτολογία θηλυκό

  • η φιλολογική σύγκριση κειμένων, αναφέρεται και ως συγκριτική φιλολογία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία