Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκολλητήρ οἱ συγκολλητῆρες
      γενική τοῦ συγκολλητῆρος τῶν συγκολλητήρων
      δοτική τῷ συγκολλητῆρι τοῖς συγκολλητῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν συγκολλητῆρα τοὺς συγκολλητῆρας
     κλητική ! συγκολλητήρ συγκολλητῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκολλητήρ (μαρτυρείται από το 1870) [1] < → και δείτε τη λέξη συγκολλητήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκολλητήρ, -ῆρος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 940, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου