στυγερότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στυγερότης | αἱ | στυγερότητες | ||||
γενική | τῆς | στυγερότητος | τῶν | στυγεροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | στυγερότητι | ταῖς | στυγερότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | στυγερότητα | τὰς | στυγερότητας | ||||
κλητική ὦ! | στυγερότης | στυγερότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στυγερότης < στυγερ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστυγερότης, -ητος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .