Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρόφαλο τα στρόφαλα
      γενική του στρόφαλου των στρόφαλων
    αιτιατική το στρόφαλο τα στρόφαλα
     κλητική στρόφαλο στρόφαλα
Δείτε και στρόφαλος (αρσενικό).
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρόφαλο < ο στρόφαλος (αρσενικό), μεταπλασμός σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική «τον στρόφαλο»[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρόφαλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία